Η μεταμόσχευση κερατοειδούς (κερατοπλαστική) είναι η χειρουργική αντικατάσταση του πάσχοντα κερατοειδούς με έναν υγιή, προερχόμενο από δότη.
Η μεταμόσχευση κερατοειδούς είναι από τις πιο συχνές επεμβάσεις μεταμόσχευσης και από τις πιο επιτυχείς. Η Dr. Ξανθοπούλου ειδικεύεται στις μεταμοσχεύσεις κερατοειδούς και έχει μετεκπαιδευτεί στην χειρουργική του Κερατοειδούς και του Πρόσθιου Ημιμορίου του Οφθαλμού σε εξειδικευμένη κλινική Μεταμοσχεύσεων Κερατοειδούς στο Ηνωμένο Βασίλειο επί τριετίας όπου έχει πραγματοποιήσει πάνω από 160 μεταμοσχεύσεις κερατοειδούς.
Κερατοειδής ονομάζεται ο πρόσθιος διαφανής χιτώνας του ματιού που διαθλά το φως στον αμφιβληστροειδή χιτώνα στο πίσω μέρος του οφθαλμού. Κάθε πάθηση που επηρεάζει τον κερατοειδή ή αλλοίωση στην καθαρότητα ή καμπυλότητά του επηρεάζει και την ευκρίνεια της όρασης.
Ο κερατοειδής έχει διττή χρησιμότητα:
Παθήσεις ή τραύματα που μπορεί να βλάψουν ανεπανόρθωτα τον κερατοειδή, και άρα την ικανότητα να βλέπετε καθαρά, περιλαμβάνουν:
Η μέθοδος μεταμόσχευσης κερατοειδούς που θα επιλεγεί από την χειρουργό εξαρτάται από τα διαγνωστικά ευρήματα, την κατάσταση του κερατοειδή και τα αίτια της βλάβης.
Τα μοσχεύματα προέρχονται από, πιστοποιημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τράπεζες οφθαλμών έπειτα από αυστηρό και πλήρη έλεγχο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν απαιτείται έλεγχος ιστοσυμβατότητας.
Η χειρουργός, με μηχανικά μέσα, αφαιρεί το κεντρικό τμήμα του κατεστραμμένου κερατοειδούς και τον αντικαθιστά με ένα υγιές ίδιου σχήματος. Πραγματοποιείται με γενική αναισθησία, διαρκεί 1 ώρα και η μετεγχειρητική αγωγή είναι ήπια, με αντιβιοτικά και κορτιζονούχα κολλύρια χωρίς να χρειάζεται συνήθως συστηματική χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Η χειρουργός αντικαθιστά μόνο το πρόσθιο τμήμα του πάσχοντος κερατοειδή διατηρώντας την εσωτερική στοιβάδα (ενδοθήλιο). Πραγματοποιείται σε παθήσεις ή τραύματα που το ενδοθήλιο είναι άθικτο / υγιές, διαρκεί 1,5 ώρα και πάλι η μετεγχειρητική αγωγή είναι ήπια, με αντιβιοτικά και κορτιζονούχα κολλύρια χωρίς να χρειάζεται συστηματική χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Ανάμεσα στα πλεονεκτήματα της μεθόδου:
Η χειρουργός αντικαθιστά μόνο την εσωτερική στοιβάδα του κερατοειδούς αφήνοντας άθικτο το υγιές πρόσθιο τμήμα του πάσχοντος κερατοειδούς. Πραγματοποιείται μέσω μικρών παράπλευρων τομών και απαιτεί μικρότερο αριθμό ραμμάτων καθώς το μόσχευμα δεν συρράπτεται αλλά τοποθετείται με αέρα υπό πίεση. Διαρκεί 1 ώρα, γίνεται με τοπική αναισθησία και η μετεγχειρητική αγωγή παραμένει ίδια.
Ανάμεσα στα πλεονεκτήματα της μεθόδου:
Επικοινωνήστε με την Ιατρό με όποιον τρόπο σας εξυπηρετεί:
Η οπτική οξύτητα βελτιώνεται σε διάστημα αρκετών μηνών καθώς ο κερατοειδής επουλώνεται αργά ενώ χρησιμοποιείται ιατρική αγωγή ώστε να αποφευχθεί η απόρριψη του μοσχεύματος.
Στην ενδοθηλιακή μεταμόσχευση η αποκατάσταση της όρασης επιτυγχάνεται τους πρώτους 3 μήνες ενώ στην περίπτωση ολικής ή τμηματικής μεταμόσχευσης μπορεί να διαρκέσει έως και 12 μήνες.
Στην ολική και τμηματική μεταμόσχευση κερατοειδή προκύπτει αστιγματισμός μετά την επέμβαση λόγω των ραμμάτων στήριξης και αντιμετωπίζεται εύκολα με αστιγματική κερατοτομή μετά την επούλωση, αφαίρεση των ραμμάτων ή με Laser.
Η βιωσιμότητα των μοσχευμάτων κερατοειδούς είναι 15 με 20 έτη, με περιπτώσεις που διαρκούν παραπάνω. Όταν τα μοσχεύματα αποτυγχάνουν οφείλεται τότε στην γήρανση (απώλεια των ενδοθηλιακών κυττάρων) είτε στην απόρριψη από τον οργανισμό.
Οι αυξημένες πιθανότητες απόρριψης οφείλονται σε φλεγμονώδεις παθήσεις και η φλεγμονή την ώρα του χειρουργείου περιορίζει σημαντικά τα ποσοστά επιτυχίας και για αυτό πριν από κάθε επέμβαση μεταμόσχευσης κερατοειδούς, είναι σημαντικό να καταστέλλεται οποιαδήποτε φλεγμονή προϋπάρχει στην επιφάνεια ή στο εσωτερικό του ματιού.
Οι μελέτες έχουν δείξει πως υπάρχει σοβαρή μείωση της πιθανότητας απόρριψης του μοσχεύματος επιτυγχάνεται και με την αντιφλεγμονώδη θεραπεία πέραν των 12 μηνών από την επέμβαση.
Τα πεδία με αστερίσκο (*) είναι υποχρεωτικά.